απαγορεύσιμος

απαγορεύσιμος
ἀπαγορεύσιμος, -ον (Μ)
αυτός που μπορεί ν' απαγορευθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαγορεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να απαγορευτεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”